Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ο τσιγκούνης, ο μαμάκιας κι ο Μεμέτ Αγάς


Η Σωτηρία και οι 300, μέρος 3ο.
Γνωρίστηκα και με τους τρεις μέσω facebook. Ωραίοι τύποι, όμορφοι εμφανισιακά και με ενδιαφέρον να με γνωρίσουν κι από κοντά. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που θα γνώριζα κάποιον από κοντά, οπότε κοίταξα να προσέξω λίγο. Να μην είναι φανερά ανώμαλοι, να τους δω σε πολλές φωτογραφίες και live στην webcam, ότι είναι οι ίδιοι και μετά να βγω. Και βγήκα. Και με τους 3 την ίδια μέρα.

Ο τσιγκούνης.

Βγήκαμε μεσημεράκι κατά τις 12 για καφέ. Συναντηθήκαμε στη Γλυφάδα, με περίμενε στη στάση του τραμ, εκείνος είχε έρθει με το αυτοκίνητο και είχε ήδη παρκάρει. Point: πάντα, πάντα, πάντα, να συναντηθείτε εκεί, να μην έρθει ποτέ να σε πάρει με το αυτοκίνητο αν δε τον ξέρεις από πριν. Όμορφος κι από κοντά, απόφοιτος Νομικής, είχε μόλις πιάσει έμμισθη δουλειά ως δικηγόρος σε ένα γραφείο στο κέντρο, τοξότης. Κι εγώ ταύρος, από εκεί έπρεπε να έχω καταλάβει τι πρόκειται να συμβεί!
Περπατήσαμε και πήγαμε στο δρόμο με όλες τις καφετέριες και μου είπε να διαλέξω πού να κάτσουμε. Gentleman, σκέφτηκα.
-Ας κάτσουμε στο, Chocolat. Έχω ξαναέρθει και μου άρεσε.
-Α, βλέπω έχεις ακριβά γούστα, χε χε.
Το πήρα ως χιούμορ. Μόνο έτσι μπορούσα να το πάρω. Έκανα κι ένα αστείο με ακριβά κοσμήματα και πως αυτές είναι οι ανάγκες μου και κάτσαμε. Παραγγείλαμε από ένα καφέ και μιλήσαμε για κανα δυο ώρες, ώσπου ζητήσαμε λογαριασμό. Πήρε την απόδειξη και μου είπε πόσο οφείλω εγώ και να μην ανησυχώ, θα βάλει εκείνος το τιπ. Μοιάζοντας στο μπαμπά μου και βλέποντας μόνο τα καλά στους ανθρώπους αρχικά, δεν το σχολίασα μέσα μου, τ' άφησα να περάσει στο ντούκου.
Βγήκαμε προς τα έξω και θεωρώντας πως έχουμε μια καλή σχετικά χημεία, ρώτησα αν πεινάει για να φάμε κάπου μαζί.
-Μωρέ, δεν θέλω να χαλάσω τώρα κι άλλα χρήματα, εφόσον δεν πεινάω εγώ και θα φας μόνο εσύ. Άσε που θα βάλω ήδη τη βενζίνη για να σε γυρίσω πίσω.
Από τη Γλυφάδα στην Καλλιθέα και μάλιστα, χαμηλά στην παραλία. Όχι στο Κορωπί, όχι στην Παιανία, όχι στην Ελευσίνα, στην Καλλιθέα. Να 'σαι καλά, του είπα, χάρηκα. Γύρισα την πλάτη μου και έφυγα. Σαν κυρία. Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο.

Ο μαμάκιας

Πήγα στα Applebee's να φάω και να σκεφτώ. Μου αρέσει να τρώω με τον εαυτό μου. Όχι, να το παίξω chic και ανεξάρτητη, αλλά το φαγητό είναι απόλαυση για μένα. Κι ας φάω πέντε μπουκιές, θέλω να 'ναι νόστιμες και απολαυστικές. Και όταν με πιάνει κιόλας η αντικοινωνικότητά μου, απολαμβάνω το να τρώω μόνη και να μη χρειάζεται να κάνω ευγενική κουβεντούλα με τον όποιο έχω απέναντι, διακόπτωντας το φαγητό μου. Ναι, είμαι ξινή κι απόμακρη.
Αφού έφαγα, κατά τις 4, πήγα και έκατσα έξω από την Rich (καφετέρια που όπως έμαθα, πάει και ο Βέρτης. Τώρα αν δε ξέρεις ποιος είναι ο Βέρτης, ίσως να είσαι και μακρινή εξαδέλφη μου). Το δεύτερο rendez-vous ήρθε στην ώρα του ακριβώς, με αυτοκίνητο και εκείνος, ντυμένος κύριος, με υφασμάτινο παντελόνι, όμορφα δετά παπούτσια, polo μπλουζάκι και χτενισμένο μαλλί, Αιγόκερως. Του είπα να πάρει πρωτοβουλία και να διαλέξει που να πάμε. Είπε του είχαν πει για ένα όμορφο μαγαζί και δεν θυμόταν πώς το έλεγαν. Πήρε ένα τηλέφωνο και μιλώντας με μελιστάλακτη φωνή, έμαθε το όνομα και πήγαμε. Μουτσούνιασα λίγο, θεωρώντας περίεργο να βγαίνεις με γκόμενα και να παίρνεις άλλη να ρωτάς που θα την πας, αλλά το προσπέρασα.
Ήπιαμε τον καφέ, έβγαλε το πορτοφόλι του και πλήρωσε, ενώ με παρακάλεσε να μην πληρώσω τον καφέ μου. Μετά το προηγούμενο φιάσκο, μου φάνηκε πρίγκιπας. Μόλις βγήκαμε έξω, είπε “πάλι καλά που η μητέρα μου, ήξερε αυτό το μαγαζί και ήρθαμε, ήταν όντως όμορφο.” Μου έκανε τρελή εντύπωση που μίλησε στη μητέρα του με τέτοια λατρεία στο τηλέφωνο, αλλά προσπάθησα να μη δώσω σημασία. Προσφέρθηκε να με γυρίσει πίσω και φυσικά δέχθηκα. Όταν με άφησε, μου είπε αν θέλω να βρεθούμε και την επόμενη την ίδια ώρα. Είπα ας βγούμε βράδυ (να με δει και λίγο ντυμένη, εξώφυλλο), είπε πως έχει να πάει στο πάρτυ ενός συναδέλφου και θα πάει με τη μητέρα του, γιατί είναι η αιώνια συνοδός του. Ναι, χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση. Είπα “καληνύχτα, φιλιά στη μανούλα σου” έφυγα και δεν ξανασήκωσα το κινητό μου.

Ο Μεμέτ Αγάς

Μου είπε δεν μπορούσε να κατέβει στα νότια, έμενε στο Γαλάτσι. Με πήγε ο αδερφός μου. Μου είπε μόλις συναντηθήκαμε πως πεινάει και αν είναι να πάμε για ποτό μετά ας φάμε κάτι, με πήγε στο la Pasteria. Πλήρωσε εκείνος, μόλις φάγαμε, είπε τελικά θα πάει για ποτό με φίλους, αλλά αν θέλω την επομένη να με πάει και μένα για ένα ποτό. Είπα θα μιλήσουμε, όταν ρώτησα αν μπορεί να με πάει κάπου να πάρω ταξί (ελπίζοντας να προτείνει να με γυρίσει, 11 το βράδυ), είπε δεν έχει χρόνο κι αν μπορούσε ο αδερφός μου να ερχόταν να με πάρει. Με άφησε στη μέση του δρόμου να βγάζω καπνούς, αφού του είπα “και μέχρι εδώ που ήρθα πολύ σου ήτανε. Αλλά με αυτά που κάνετε, γι' αυτό δε γαμάτε ποτέ να ξελαμπικάρετε”. Ο Μεμέτ Αγάς, που ήλπιζε να είναι σουλτάνος με χαρέμι, ήταν αρχιτέκτονας, Λέων. Δεν με ξαναπήρε ποτέ τηλέφωνο, με έσβησε κι από το facebook.




3 σχόλια: